- φρόνιμος
- φρόνιμοςin one's right mindmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρόνιμος — η, ο / φρόνιμος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ίμη Α 1. σώφρων, συνετός, μυαλωμένος, γνωστικός (α. «είναι φρόνιμο και ευγενικό παιδί» β. «ὡς φρόνιμον καὶ εὐγενικὸν οἱ ὅλοι τὸν ἐκλέξαν», Χρον. Μoρ.) 2. (για σκέψη ή πράξη) αυτός που φανερώνει σύνεση, φρόνηση 3 … Dictionary of Greek
φρόνιμος, -η — ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει φρόνηση, συνετός, γνωστικός, μυαλωμένος. 2. αυτός που έχει χρηστά ήθη, σεμνός: Φρόνιμο κορίτσι. 3. (για παιδιά), πειθαρχικός, ήσυχος, που δεν κάνει αταξίες: Να είσαι φρόνιμο αγοράκι όσο θα λείπω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρονιμώτερον — φρόνιμος in one s right mind masc acc comp sg φρόνιμος in one s right mind neut nom/voc/acc comp sg φρόνιμος in one s right mind adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονιμωτάτων — φρόνιμος in one s right mind fem gen superl pl φρόνιμος in one s right mind masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονιμωτέρων — φρόνιμος in one s right mind fem gen comp pl φρόνιμος in one s right mind masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονιμώτατα — φρόνιμος in one s right mind adverbial superl φρόνιμος in one s right mind neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονιμώτατον — φρόνιμος in one s right mind masc acc superl sg φρόνιμος in one s right mind neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονίμω — φρόνιμος in one s right mind masc/fem/neut nom/voc/acc dual φρόνιμος in one s right mind masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονίμως — φρόνιμος in one s right mind adverbial φρόνιμος in one s right mind masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρόνιμον — φρόνιμος in one s right mind masc/fem acc sg φρόνιμος in one s right mind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)